νεκροτάφος

νεκροτάφος
νεκροτάφος, ὁ, θηλ. νεκροταφίς, -ίδος (Α)
το άτομο που θάβει τους νεκρούς, ο νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -τάφος (< θ. ταφ-, πρβλ. -τάφ-ην, αόρ. β' τού ρ. θάπτω), πρβλ. ιερακο-τάφος, κριο-τάφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νεκροτάφος — Cat.Cod. Astr. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροτάφοι — νεκροτάφος Cat.Cod. Astr. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροτάφους — νεκροτάφος Cat.Cod. Astr. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johannes Diethart — (eigentlich: Johannes Maria Diethart bzw. Johannes M. Diethart; * 7. Oktober 1942 in Knittelfeld / Steiermark) ist österreichischer Byzantinist, Schriftsteller und Verleger. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke und Wirken …   Deutsch Wikipedia

  • νεκροτάφη — νεκροτάφη, ἡ (Α) [νεκροτάφος] η νεκροταφίς, η νεκροθάφτισσα …   Dictionary of Greek

  • νεκροταφίς — νεκροταφίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. νεκροτάφος …   Dictionary of Greek

  • νεκροταφείο — το (ΑΜ νεκροτάφιον) [νεκροτάφος] τόπος όπου ενταφιάζονται οι νεκροί, κοιμητήριο μσν. αρχ. συν. στον πληθ. τα νεκροτάφια το σάβανο και τα υπόλοιπα ενδύματα τού νεκρού …   Dictionary of Greek

  • νεκροταφικός — νεκροταφικός, ή, όν (Α) [νεκροτάφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ενταφιασμό τού νεκρού …   Dictionary of Greek

  • νεκροταφώ — νεκροταφῶ, έω (Μ) [νεκροτάφος] θάβω, ενταφιάζω τους νεκρούς …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”